κεραμῖτις
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A of or for pottery, κ. γῆ potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κ., ἡ, a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. -την, nisi leg. -τιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).
German (Pape)
[Seite 1420] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, v. l. κεραμίς; Hippocr.; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ παρθένιος γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
d’argile : γῆ terre de potier.
Étymologie: κέραμος.
Greek Monolingual
η (Α κεραμῑτις, -ιδος) κέραμος
φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα
αρχ.
πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] pottenbakkers-:. κ. γῆ pottenbakkersaarde Hp.
Russian (Dvoretsky)
κεραμῖτις: ῐδος (ῑτ) adj. f горшечная, гончарная (γῆ Plut.).