κλαυσείω

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυσείω Medium diacritics: κλαυσείω Low diacritics: κλαυσείω Capitals: ΚΛΑΥΣΕΙΩ
Transliteration A: klauseíō Transliteration B: klauseiō Transliteration C: klafseio Beta Code: klausei/w

English (LSJ)

= sq., Apollon.Lex. A s.v. ὀψείοντες.

German (Pape)

[Seite 1446] desiderat. zu κλαίω, ich möchte weinen, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυσείω: τῷ ἑπομ., Συνέσ. 15Α.

Greek Monolingual

κλαυσείω (Α)
κλαυσιώ, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)].