λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: κοίνωσις | Medium diacritics: κοίνωσις | Low diacritics: κοίνωσις | Capitals: ΚΟΙΝΩΣΙΣ |
Transliteration A: koínōsis | Transliteration B: koinōsis | Transliteration C: koinosis | Beta Code: koi/nwsis |
εως, ἡ, A mingling, Plu.2.430e. II sharing, Asp.in EN181.1.
κοίνωσις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι κοινόν, ἤτοι ἀκάθαρτον, μίανσις, Ἐπιφάν. 1. 395Α.
κοίνωσις, ἡ (Α) κοινώ
1. ανάμιξη, ανακάτεμα
2. μετοχή, συμμετοχή
3. μίανση, ρύπος, ρύπανση.