Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: κοσμάριον | Medium diacritics: κοσμάριον | Low diacritics: κοσμάριον | Capitals: ΚΟΣΜΑΡΙΟΝ |
Transliteration A: kosmárion | Transliteration B: kosmarion | Transliteration C: kosmarion | Beta Code: kosma/rion |
τό, = foreg., Ath.11.474e, Hsch.A s.v. καλαμίς, al.
κοσμάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόσμος, Ἀθήν. 474Ε, Ἡσύχ.
κοσμάριον, τὸ (Α)
μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στόλισμα, στολίδι» + υποκορ. κατάλ. -άριον].