κύβωλον

From LSJ
Revision as of 13:31, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβωλον Medium diacritics: κύβωλον Low diacritics: κύβωλον Capitals: ΚΥΒΩΛΟΝ
Transliteration A: kýbōlon Transliteration B: kybōlon Transliteration C: kyvolon Beta Code: ku/bwlon

English (LSJ)

τό, A = κύβιτον, Poll.2.141.

German (Pape)

[Seite 1523] τό, = κύβιτον, Poll. 2, 141.

Greek (Liddell-Scott)

κύβωλον: τό, = κύβιτον, Πολυδ. Βϳ, 141.

Greek Monolingual

κύβωλον, τὸ (Α)
το κύβιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κύβιτον «αγκώνας» + ὠλένη «το κάτω μέρος του βραχίονα»].