λαιμαργία

From LSJ
Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμαργία Medium diacritics: λαιμαργία Low diacritics: λαιμαργία Capitals: ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: laimargía Transliteration B: laimargia Transliteration C: laimargia Beta Code: laimargi/a

English (LSJ)

ἡ, A gluttony, Pl.R.619b, Lg.888a, Epicur.Fr.471; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist.PA696b30.

German (Pape)

[Seite 7] ἡ, Gefräßigkeit, Plat. Rep. X, 619 b u. Sp.; ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Arist. part. an. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμαργία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 619Β, Νόμ. 888Α· ἡ περὶ τὴν τροφὴν λ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: λαίμαργος.

Greek Monolingual

η (AM λαιμαργία) λαίμαργος
το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη ευχαρίστηση
μσν.
φρ. «κάμνω λαιμαργίαν» — δείχνομαι άπληστος, δείχνω απληστία.

Greek Monotonic

λαιμαργία: ἡ, αδηφαγία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμαργία: ἡ прожорливость, ненасытность, жадность (ἡδονῆς Plat.; περὶ τὴν τροφήν Arst.; λ. καὶ φιληδονία Plut.).

Middle Liddell

λαιμαργία, ἡ,
gluttony, Plat. [from λαίμαργος

English (Woodhouse)

gluttony

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)