λαφυγμός
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ὁ, A gluttony, Ar.Nu.52, Eup.148; personified, AP6.305 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, das gierige Essen, Verschlucken, dah. Schlemmerei, Ar. Nubb. 50, wo der Schol. aus Eupolis anführt λαφύσσεται λαφυγμὸν ἀνδρεῖον πάνυ. Personificirt neben λαβροσύνη, Leon. Tar. 14 (VI, 305).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφυγμός: ὁ, (λαφύσσω) λαιμαργία, Ἀριστοφ. Νεφ. 52· προσωποπ., Ἀνθ. Π. 6. 305· ― οὕτω λάφυγμα, τό, ἀδηφάγος προσβολή, λαφύγματα νούσων Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 13· ― λάφυξις, ἡ, = λαφυγμός, Ἀθήν. 362Ε· ― λαφύκτης, ου, ὁ, λαίμαργος ἄνθρωπος, ἄπληστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 4, 6, Ἀθήν. 485Α· ― καὶ λαφυκτικός, ή, όν, πρόθυμος εἰς λαφυραγωγίαν, Γεώργ. Παχυμ. 2. 309 (ἔκδ. Bonn.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
voracité, gloutonnerie.
Étymologie: λαφύσσω.
Greek Monolingual
λαφυγμός, ὁ (Α) λαφύσσω
το να τρώει κανείς άπληστα, να καταβροχθίζει λαίμαργα, λαιμαργία.
Greek Monotonic
λᾰφυγμός: ὁ (λαφύσσω), λαιμαργία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰφυγμός: ὁ прожорливость, обжорство Arph., Anth.