λημώδης
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ες, (λήμη) A full of rheum, Alex.Trall.2.
German (Pape)
[Seite 40] ες, = λημαλέος, triefäugig, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
λημώδης: -ές, (λήμη, εἶδος) πλήρης λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.
Greek Monolingual
-ες (Α λημώδης, -ώδες) λήμη
γεμάτος λήμες, τσιμπλιασμένος, τσιμπλιάρης.