μεθυστάς

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθυστάς Medium diacritics: μεθυστάς Low diacritics: μεθυστάς Capitals: ΜΕΘΥΣΤΑΣ
Transliteration A: methystás Transliteration B: methystas Transliteration C: methystas Beta Code: mequsta/s

English (LSJ)

άδος, fem., A drunken: metaph., μεθυστάδες γάμων Trag.Adesp.238.

Greek Monolingual

μεθυστάς, -άδος, ἡ (Α)
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων
μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του μεθυστής σχηματισμένος με το επίθημα -άς (πρβλ. θύστηςθυστάς)].