μελανόκωλος
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
ον, A black-limbed, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, μέλη, Ζωναρ.
Greek Monolingual
μελανόκωλος, -ον (ΑM)
αυτός που έχει μαύρα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό-κωλος, ορθό-κωλος)].