μηλινοειδής

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλῐνοειδής Medium diacritics: μηλινοειδής Low diacritics: μηλινοειδής Capitals: ΜΗΛΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: mēlinoeidḗs Transliteration B: mēlinoeidēs Transliteration C: milinoeidis Beta Code: mhlinoeidh/s

English (LSJ)

ές, A of a quince-yellow, yellowish, apple-like, quince-yellow Thphr.HP6.2.8,7.3.1.

German (Pape)

[Seite 172] ές, apfelfarbig, quittenfarbig, quittengelb, quittegelb, Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλῐνοειδής: -ές, ἔχων χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 8.

Greek Monolingual

μηλινοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με κυδώνι κατά το χρώμα, κιτρινωπός («μηλινοειδές ἄνθος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + -ειδής].