μορμολυκεῖον
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
τό, A bogey, hobgoblin, Ar.Th.417 (pl.), Pl.Phd.77e, Socr. ap. Arr.Epict.2.1.15 (pl.), Gal.Protr.10. 2 μορμολυκεῖον κωμῳδικόν = comic mask, Ar.Fr.31, cf. 131.
Greek (Liddell-Scott)
μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρον ἢ προσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.
Greek Monotonic
μορμολῠκεῖον: τό, = μορμώ, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μορμολῠκεῖον: и μορμολύκειον τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).
Middle Liddell
μορμολῠκεῖον, ου, τό, = μορμώ, Plat.] [from μορμολύττομαι