νυγμός

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμός Medium diacritics: νυγμός Low diacritics: νυγμός Capitals: ΝΥΓΜΟΣ
Transliteration A: nygmós Transliteration B: nygmos Transliteration C: nygmos Beta Code: nugmo/s

English (LSJ)

ὁ, A pricking sensation, irritation, Ruf. ap. Orib.8.24.62 : in pl., of gout, Luc.Ocyp.30. II metaph., of the prickings of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν D.S.13.58 ; but also, = νύγμα II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.Phil.9.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμός: ὁ, (νύσσω) τὸ νύσσειν, κέντημα. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. νύγμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυγμός)
1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός
2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη
αρχ.
1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές
2. μτφ. οι τύψεις της συνείδησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. -νύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μός].

Russian (Dvoretsky)

νυγμός: ὁ Diod., Plut. = νυγμή.