νυκτερευτικός

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτικός Medium diacritics: νυκτερευτικός Low diacritics: νυκτερευτικός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nyktereutikós Transliteration B: nyktereutikos Transliteration C: nyktereftikos Beta Code: nuktereutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser la nuit.
Étymologie: νυκτερεύω.

Greek Monolingual

νυκτερευτικός, -ή, -όν (Α) νυκτερεύω
κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.).

Greek Monotonic

νυκτερευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος για κυνήγι τη νύχτα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτικός: пригодный для ночной охоты (κύων Xen.).

Middle Liddell

νυκτερευτικός, ή, όν
fit for hunting by night, Xen.