οἰνοπληθής

From LSJ
Revision as of 15:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπληθής Medium diacritics: οἰνοπληθής Low diacritics: οινοπληθής Capitals: ΟΙΝΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: oinoplēthḗs Transliteration B: oinoplēthēs Transliteration C: oinoplithis Beta Code: oi)noplhqh/s

English (LSJ)

ές, A abounding in wine, Συρίη Od.15.406.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπληθής: -ές, πλήρης οἴνου, ὁ ἔχων ἄφθονον οἶνον, Συρίη Ὀδ. Ο. 406.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en vin.
Étymologie: οἶνος, πλῆθος.

English (Autenrieth)

abounding in wine, Od. 15.406†.

Greek Monolingual

οἰνοπληθής, -ές (ΑΜ)
(για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής].

Greek Monotonic

οἰνοπληθής: -ές (πλήθω), άφθονος σε κρασί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπληθής: изобилующий вином (Συρίη Hom.).

Middle Liddell

οἰνο-πληθής, ές πλήθω
abounding in wine, Od.