οὐδετέρωσε
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
Adv. A to neither of two sides, neither way, οὐδ' ἄρα τε προκυλίνδεται οὐ. Il.14.18; οὐ. κλινόμενος Thgn.945; οὐ. ῥέπει Str.2.1.11. (Perh. οὐδ' ἑτέρωσε shd. be written everywhere.)
German (Pape)
[Seite 410] nach keiner von beiden Seiten hin, Il. 14, 18, von Bekker getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδετέρωσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδέτερον μέρος, οὔτε πρὸς τὸ ἓν οὔτε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, οὐδ’ ἄρα τε προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Ἰλ. Ξ. 18· εἶμι παρὰ στάθμην ὀρθὴν ὁδόν, οὐδετέρωσε κλινόμενος Θέογν. 945· οὐδ. ῥέπει Στράβ. 71.
French (Bailly abrégé)
adv.
ni vers l’un ni vers l’autre des deux côtés.
Étymologie: οὐδέτερος, -σε.
English (Autenrieth)
in neither direction, Il. 14.18†.
Greek Monolingual
οὐδετέρωσε (Α)
επίρρ. ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος, προς κανένα από τα δύο μέρη («οὐδετέρωσε ῥέπει», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρω-σε)].
Greek Monotonic
οὐδετέρωσε: επίρρ., σε καμία από τις δύο πλευρές, με κανέναν από τους δύο τρόπους, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
οὐδετέρωσε: adv. тж. раздельно ни в одну (из обеих) сторону, ни туда, ни сюда (προκυλίνδεσθαι Hom.).