οὐρανοφοίτης

From LSJ
Revision as of 16:31, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοφοίτης Medium diacritics: οὐρανοφοίτης Low diacritics: ουρανοφοίτης Capitals: ΟΥΡΑΝΟΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: ouranophoítēs Transliteration B: ouranophoitēs Transliteration C: ouranofoitis Beta Code: ou)ranofoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A walking in heaven, Hymn.Mag.2.(2).14, Suid. s.v. οὐρανοβάμονος, etc.

German (Pape)

[Seite 418] ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφοίτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐρανοβάμων, Γρηγ. Ναζ., Σουΐδ., κλ.

Spanish

que pasea por el cielo

Greek Monolingual

οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορει-φοίτης.