παλινάγγελος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ον, A bringing messages to and fro, Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 450] hin und wieder, von beiden Seiten Botschaft bringend, VLL. erkl. ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινάγγελος: -ον, «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινὶ ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἀποφέρῃ». ― Κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ.: «παλινάγγελος: ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος».
Greek Monolingual
παλινάγγελος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινί, ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἐπιφέρῃ»
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παλινάγγελος
ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἄγγελος.