περιδήριτος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, A fought about, κύπριδος ἐργασίη AP5.218 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 572] auch 3 Endgn, umstritten, umkämpft, wie περιμάχητος, Κύπριδος ἐργασίη, Paul. Sil. 1 (V, 219).
Greek (Liddell-Scott)
περιδήρῑτος: -ον, ὁ περὶ οὗ ἀγωνίζεταί τις, ὡς τὸ περιμάχητος, Ἀνθ. Π. 5. 219.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)].
Russian (Dvoretsky)
περιδήρῑτος: являющийся предметом борьбы, т. е. с трудом достающийся (Κύπριδος ἐργασίη Anth.).