περιδήριτος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδήρῑτος Medium diacritics: περιδήριτος Low diacritics: περιδήριτος Capitals: ΠΕΡΙΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: peridḗritos Transliteration B: peridēritos Transliteration C: peridiritos Beta Code: peridh/ritos

English (LSJ)

περιδήριτον, fought about, κύπριδος ἐργασίη AP5.218 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 572] auch 3 Endgn, umstritten, umkämpft, wie περιμάχητος, Κύπριδος ἐργασίη, Paul. Sil. 1 (V, 219).

Russian (Dvoretsky)

περιδήρῑτος: являющийся предметом борьбы, т. е. с трудом достающийся (Κύπριδος ἐργασίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

περιδήρῑτος: -ον, ὁ περὶ οὗ ἀγωνίζεταί τις, ὡς τὸ περιμάχητος, Ἀνθ. Π. 5. 219.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)].