πλατίστακος

From LSJ
Revision as of 20:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτίστᾰκος Medium diacritics: πλατίστακος Low diacritics: πλατίστακος Capitals: ΠΛΑΤΙΣΤΑΚΟΣ
Transliteration A: platístakos Transliteration B: platistakos Transliteration C: platistakos Beta Code: plati/stakos

English (LSJ)

ὁ, A the fish μύλλος, Dorio ap.Ath.3.118c; also, = σαπέρδης, Parmeno ap. eund.7.308f: with play on Πλάτων, Timo 30. II pudenda muliebria, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτίστᾰκος: ὁ, «Δωρίων δ᾿ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων… τοὺς δὲ προσαγορευομένους φησὶ μύλλους ὑπὸ μέν τινων καλεῖσθαι ἀγνωτίδια, ὑπὸ δέ τινων πλατιστάκους» Ἀθήν. 118C, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ, 201: ὡσαύτως, = σαπέρδης, Παρμ. αὐτόθι 308F. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. το ψάρι μύλλος. το μυλοκόπι
2. το ψάρι σαπέρδης
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος
τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον»
4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. πλάταξ. Πρόκειται μάλλον για λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο επίθημα -ακος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη χρήση της λ. πλατίστακος με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. πλατύς (πρβλ. και τη χρήση της λ. πεδίον με την ίδια σημ.). Ωστόσο, η αναγωγή της λ. σε έναν τ. πλάτιστος, υπερθ. του πλατύς, δεν θεωρείται πιθανή].