πολύτριχος

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρῐχος Medium diacritics: πολύτριχος Low diacritics: πολύτριχος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: polýtrichos Transliteration B: polytrichos Transliteration C: polytrichos Beta Code: polu/trixos

English (LSJ)

ον, (θρίξ) A very hairy, bushy, πώγων Philonid.10. II πολύ-τρῐχον, τό, = ἀδίαντον, Dsc.4.134, Sammelb.7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., AB343.

German (Pape)

[Seite 675] mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρῐχος: -ον, (θρὶξ) ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, δασύς, λάσιος, πώγων Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 5. ΙΙ. πολύτρῐχον, τό, = ἀδίαντον, «ἀδίαντον: φυτὸν παρ’ ὕδασι φυόμενον τὸ καλούμενον πολύτριχον» Φώτ. ἐν λ. ἀδίαντον, Α. Β. 343, 2, Γαλην. τ. 10, σ. 641.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτριχος, -ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, -τριχος, ΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο
είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην τάξη βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών φυτών ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύ-τριχος].

Russian (Dvoretsky)

πολύτρῐχος: gen. к πολύθριξ.