πολύθριξ

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθριξ Medium diacritics: πολύθριξ Low diacritics: πολύθριξ Capitals: ΠΟΛΥΘΡΙΞ
Transliteration A: polýthrix Transliteration B: polythrix Transliteration C: polythriks Beta Code: polu/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with much hair, of persons, AP 6.276 (Antip.); οὐρά Gp. 17.2.1. Subst., = ἀδίαντον, Plin. HN 25.132.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, mit vielen Haaren, Sp.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux ou aux poils abondants.
Étymologie: πολύς, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθριξ -τριχος [πολύς, θρίξ] met veel haar.

Russian (Dvoretsky)

πολύθριξ: τρῐχος adj. с густыми волосами, пышнокудрый (παρθένος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, Ἀνθ. Π. 6. 276, Γεωπ. 17. 2, 1.

Greek Monolingual

-τριχος, ΜΑ
βλ. πολύτριχος.

Greek Monotonic

πολύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά μαλλιά, δασύ τρίχωμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
with much hair, Anth.