πορφυρόβαπτος
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
ον, A purple-dyed, Pl.Com.208.
German (Pape)
[Seite 686] in Purpur getaucht, gefärbt, ἐν στρωμναῖς πορφυροβάπτοις, Plat. com. bei Ath. II, 48 b.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος πορφυροῦς, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8.
Greek Monolingual
-ον, Α
βαμμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βαπτός (< βάπτω)].