ποτέρωσε
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Adv. A to which of two sides? π. οὖν θῶμεν τοῦτο; Answ. πρὸς τὴν ἀδικίαν X. Mem.4.2.14; π. νόον τράποι Orph.Fr.135.
German (Pape)
[Seite 689] adv., auf welche von beiden Seiten? τοῦτο αὖ ποτέρωσε θετέον, Xen. Mem. 4, 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ποτέρωσε: Ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. ποτέρωθε.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers lequel des deux endroits ?
Étymologie: πότερος, -σε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. ετέρω-σε)].
Russian (Dvoretsky)
ποτέρωσε: adv. в которую (из обеих) сторону: τοῦτο π. θετέον; Xen. на счет чего следует это отнести?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτέρωσε [πότερος] adv., naar welk van beide kanten?