ποστημόριον

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποστημόριον Medium diacritics: ποστημόριον Low diacritics: ποστημόριον Capitals: ΠΟΣΤΗΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: postēmórion Transliteration B: postēmorion Transliteration C: postimorion Beta Code: posthmo/rion

English (LSJ)

and ποστήμορον, τό, A fraction, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ποστημόριον: τὸ, τί μέροςκλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μέρος, κλάσμα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών].