προσανάκλιμα
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ατος, τό, A that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).
Greek (Liddell-Scott)
προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
point d’appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.
Greek Monolingual
-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
προσανάκλῐμα: τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
προσανάκλῐμα: ατος τό подпора, опора Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.
Middle Liddell
προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,
that on which one leans, Anth.