σπαθίζω

From LSJ
Revision as of 15:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθίζω Medium diacritics: σπαθίζω Low diacritics: σπαθίζω Capitals: ΣΠΑΘΙΖΩ
Transliteration A: spathízō Transliteration B: spathizō Transliteration C: spathizo Beta Code: spaqi/zw

English (LSJ)

(   A σπάθη 2) stir with a spatula, ἰατρικῶς Ps.-Democr. Alch.p.56 B.:—Pass., Orib.Fr.85:—Med., use one in anointing oneself, Hsch.    2 (σπάθη 5) play with the sword, v.l. in Cratin.219.    II = σπαθάω ΙΙ, in Pass., to be squandered, i.e. destroyed, Ly d.Mag.2.1.

German (Pape)

[Seite 915] mit der Spatel umrühren od. aufstreichen; med. sich mit der Spatel Salbe aufstreichen, sich salben, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθίζω: (σπάθη 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, ἀλείφω, χρίω, Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., συνηθίζω νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) (σπάθη 5) παίζω τὴν σπάθην, κάμνω ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = σπαθάω ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σπάθη
(αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία
(νεοελλ-μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί
αρχ.
1. απλώνω κάτι με σπάτουλα
2. σπαταλώ, διασπαθίζω
3. μέσ. σπαθίζομαι
συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες
4. παθ. καταστρέφομαι.