σπερματίζω

From LSJ
Revision as of 09:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτίζω Medium diacritics: σπερματίζω Low diacritics: σπερματίζω Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: spermatízō Transliteration B: spermatizō Transliteration C: spermatizo Beta Code: spermati/zw

English (LSJ)

A sow, sow with seed, τι εἰς γῆν Herm. ap. Stob.1.21.9:—Pass., of a woman, conceive, become pregnant, LXX Le.12.2. 2 ἐξ Ἀπόλλωνος αὐτὸν σ. make him son of A., Eust.1348.52. II intr., of plants, to be in seed, LXX Ex.9.31.

German (Pape)

[Seite 920] = σπερμαίνω, bes. Saamen von sich geben, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτίζω: σπείρω, τι εἰς γῆν Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 476· ― Παθ., ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, ἐγκυμονῶ, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΒ´, 2), πρβλ. ἐκσπερματίζω. 2) ἀνατρέχω ζητῶν τὴν καταγωγὴν ἢ οἰκογένειάν τινος, Εὐστ. 1348. 52. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ φυτῶν, ἀποκτῶ σπόρους, «δένω», Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ´, 32).

Greek Monolingual

ΜΑ σπέρμα, -ατος]
μσν.
αναζητώ, ερευνώ την καταγωγή κάποιου
αρχ.
1. σπέρνω
2. (για φυτό) ωριμάζω, δένω καρπό
3. παθ. σπερματίζομαι
(για γυναίκα) δέχομαι ανδρικό σπέρμα, συλλαμβάνω («γυνὴ ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν...» ΠΔ).