στένος

From LSJ
Revision as of 15:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στένος Medium diacritics: στένος Low diacritics: στένος Capitals: ΣΤΕΝΟΣ
Transliteration A: sténos Transliteration B: stenos Transliteration C: stenos Beta Code: ste/nos

English (LSJ)

εος, τό,    A v. στεῖνος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 935] τό, wie στεῖνος, die Enge die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.

Greek (Liddell-Scott)

στένος: -εος, τό, πρβλ. Ἰων. στεῖνος.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
anxiété, détresse.
Étymologie: DELG cf. στενός.

Greek Monolingual

και στεῑνος και στῆνος, -εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. στενό, κλειστό ή περιορισμένο διάστημα χώρου («στεῑνος ὁδοῡ κοίλης», Ομ. Ιλ.)
2. ο ισθμός της Κορίνθου
3. μτφ. στενοχώρια, δυσκολία
4. (μόνον ο τ. στῆνος σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων στῆνος» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στενός.

Greek Monotonic

στένος: -εος, τό, πρβλ. Ιων. στεῖνος.

Russian (Dvoretsky)

στένος: εος τό стесненное положение, нужда, бедствие (σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στένος -ου, τό [~ στενός] nauwe ruimte, engte; overdr. benarde positie.

Middle Liddell

στένος, ος, εος, τό, [cf. ionic στεῖνος.]