στιχομυθία
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ, A conversation in alternate lines, ibid.
German (Pape)
[Seite 944] ἡ, das Zeile für Zeile oder Vers für Vers Hersagen, Poll. 4, 114.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχομῡθία: ἡ, διάλογος διὰ μονοστίχων, Πολυδ. Δ΄, 113. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 393.
Greek Monolingual
η, ΝΑ στιχομυθῶ
(στο αρχ. δράμα) διάλογος που γινόταν κυρίως με ημίστιχα, μονόστιχα ή δίστιχα
νεοελλ.
1. ζωηρός διάλογος σύντομης χρονικής διάρκειας
2. (γενικά) σύντομος διάλογος.