συναρμοττόντως

From LSJ
Revision as of 10:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμοττόντως Medium diacritics: συναρμοττόντως Low diacritics: συναρμοττόντως Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΤΤΟΝΤΩΣ
Transliteration A: synarmottóntōs Transliteration B: synarmottontōs Transliteration C: synarmottontos Beta Code: sunarmotto/ntws

English (LSJ)

Adv. pres. part. of sq., A fittingly, Pl.Lg.967e.

German (Pape)

[Seite 1004] adv. part. von συναρμόττω, passend, Plat. Legg. XII, 967 e.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμοττόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, Πλάτ. Νόμ. 967Ε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναρμοττόντως [συναρμόζω] adv. op een (erbij)passende, harmonische wijze.

Russian (Dvoretsky)

συναρμοττόντως: надлежащим образом Plat.