τέρεμνον
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
τό, A v. τέραμνον. τέρεμνος, ον, = στερεός, στερρός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1093] τό, auch τέραμνον, alles fest u. dicht Verschlossene u. Bedeckte, Haus, Zimuer, Kasten u. dgl.; οἴκων, Eur. Hipp. 418, Περγάμων τέρεμνα, Troad. 1297;, sp. D., auch in späterer Vrosa, wie Artemid. 2, 10; Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τέρεμνον: τό, ἴδε ἐν λέξ. τέραμνον· ― τέρεμνος, ὁ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686Β.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
toit ; maison, demeure.
Étymologie: cf. τέραμνον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. τέραμνον.
Greek Monotonic
τέρεμνον: βλ. τέραμνον.
Russian (Dvoretsky)
τέρεμνον: и τέραμνον τό только pl. кров, жилище Eur., Luc.