ταρίχευσις

From LSJ
Revision as of 12:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχευσις Medium diacritics: ταρίχευσις Low diacritics: ταρίχευσις Capitals: ΤΑΡΙΧΕΥΣΙΣ
Transliteration A: tarícheusis Transliteration B: taricheusis Transliteration C: tarichefsis Beta Code: tari/xeusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A embalming, of mummies, Hdt.2.85,88. 2 pickling, salting, of fish, Id.4.53, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ταρίχευσις: ἡ, τὸ ταριχεύειν νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 85, 88. 2) τὸ ἁλάτισμα ἰχθύων, ὁ αὐτ. 4. 53, πρβλ. ταριχεία.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ταριχεία.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek Monotonic

τᾰρίχευσις: ἡ,
1. βαλσάμωμα, ταρίχευση, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
2. αλάτισμα, πάστωμα, λέγεται για ψάρια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρίχευσις: εως (ῑχ) ἡ Her. = ταριχεία 1 и 2.

Middle Liddell

τᾰρίχευσις, εως, [from τᾰρῑχεύω]
1. embalming, of mummies, Hdt.
2. pickling, salting, of fish, Hdt.