τετραμέτρητος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ον, A containing four μετρηταί, Callix.2.
German (Pape)
[Seite 1098] vier μετρηταί haltend, Ath. V, 199 d.
Greek (Liddell-Scott)
τετραμέτρητος: ὁ χωρῶν τέσσαρας μετρητάς, τετρ. κρατῆρες Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 199Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις μετρητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + μετρητός (< μετρῶ), πρβλ. ἰσο-μέτρητος].