τυλώδης

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠλώδης Medium diacritics: τυλώδης Low diacritics: τυλώδης Capitals: ΤΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tylṓdēs Transliteration B: tylōdēs Transliteration C: tylodis Beta Code: tulw/dhs

English (LSJ)

ες, A callous, Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775.

Greek (Liddell-Scott)

τυλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυλοειδής, ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
calleux.
Étymologie: τύλος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τύλη/τύλος
όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι»)
2. φρ. «τυλώδες έλκος»
ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.

Russian (Dvoretsky)

τῠλώδης: мозолистый (σάρξ Plut.).