φιαληφόρος

From LSJ
Revision as of 13:59, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐᾰληφόρος Medium diacritics: φιαληφόρος Low diacritics: φιαληφόρος Capitals: ΦΙΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phialēphóros Transliteration B: phialēphoros Transliteration C: fialiforos Beta Code: fialhfo/ros

English (LSJ)

ἡ, A cup-bearer, title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr.

German (Pape)

[Seite 1273] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.

Greek (Liddell-Scott)

φιᾰληφόρος: ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, ὄνομα Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως ονομασία ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάληὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)
2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος
τίτλος κωμωδίας του Αναξανδρίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].

Russian (Dvoretsky)

φιᾰληφόρος: ἡ чашеносица (название жрицы у локров) Polyb.