φιλόκενος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, A loving emptiness, στόμα( = ματαιολόγον) Suid.
German (Pape)
[Seite 1280] das Leere liebend, leeren Schein, Prunk liebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκενος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ κενά, τὰ μάταια, «φιλόκενον στόμα, ματαιολόγον» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει την τάση να χρησιμοποιεί λέξεις χωρίς νόημα («φιλόκενον στόμα», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κενός.