φύξιον
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
τό, A f.l. for φύξιμον, place of refuge, Plu.Thes.36.
German (Pape)
[Seite 1316] τό, Zufluchtsort, τοῖς οἰκέταις Plut. Thes36. Eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
φύξιον: τό, ὡς τὸ φύξιμον, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, ἀρχαία λέξ., εὑρισκομένη πιθανῶς μόνον παρὰ Πλουτ. ἐν Βίῳ Θησ. 36: φύξιον τοῖς οἰκέταις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
v. φύξιος.
Greek Monotonic
φύξιον: τὸ όπως φύξιμον, μέρος για καταφύγιο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φύξιον: τό φεύγω убежище Plut.