χαλβάνη
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ, A the resinous juice of all-heal, Ferula galbaniflua (v. πάνακες), Thphr.HP9.1.2, 9.7.2, Nic.Th.52, LXX Ex.30.34, Si.24.15, Dsc.3.83, Plu.2.1009f. (Hebr. [hudot ]elbenāh.)
German (Pape)
[Seite 1327] ἡ, galbanum, der harzige Saft einer doldentragenden Pflanze in Syrien, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
χαλβάνη: ἡ, Λατ. galbaˇnum, ὁ ῥητινώδης ὀπὸς ἢ κόμμι φυτοῦ ἐν Συρίᾳ φυόμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 7. 2, Πλούτ. 2. 1009F, Διοσκ. 3. 97, κλπ. ― (Πιθανῶς τὸ Ἑβρ. chelbenah).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
galbanum, résine d’une plante ombellifère de Crète.
Étym. hébr. chelbenah.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ρητινώδης οπός, κομμεορητίνη που λαμβάνεται από είδος του φυτού φερούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. helbanā «ρητινώδες φυτό»), ενώ, παράλληλα, τη λ. έχει δανειστεί και η Λατινική (πρβλ. λατ. galbanum)].
Russian (Dvoretsky)
χαλβάνη: ἡ гальбан (ароматическая смола из растения Ferula galbaniflua L ) Plut.
Frisk Etymology German
χαλβάνη: {khalbánē}
Grammar: f.
Meaning: Galbanharz, das aus der Wurzel gewisser orientali’ schen (persischen und syrischen) Doldenpfianzen der Familie Ferula gewonnen wurde, auch Bez. der Pflanze selbst (Thphr. usw.).
Derivative: Davon χαλβανίς, -ίδος und -όεσσα zur Ferulapflanze gehörig (ῥίζα; Nik.).
Etymology : Aus hebr. ḥelbanā ib.; Weiteres bei E. Masson Recherches 60 m. Lit. Lat. LW galbanum (s. W.-Hofmann s.v.).
Page 2,1067