ἀνωφέρεια

From LSJ
Revision as of 19:43, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφέρεια Medium diacritics: ἀνωφέρεια Low diacritics: ανωφέρεια Capitals: ΑΝΩΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: anōphéreia Transliteration B: anōphereia Transliteration C: anofereia Beta Code: a)nwfe/reia

English (LSJ)

ἡ, A motion upwards, opp. κατωφ., Alex.Aphr.Pr.1.92.

German (Pape)

[Seite 269] ἡ, die Bewegung nach oben; die Steilheit, Sp. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφέρεια: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω φορά, ἢ ἀνήφορος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατωφέρεια, Ἀλεξ. Ἀφρ. Πρβλ. 1. 92.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 movimiento ascendenteop. κατωφέρεια Alex.Aphr.Pr.1.92.
2 proyección hacia arriba τοῦ φωτός Corp.Herm.16.8.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀνωφέρεια)
η νεοελλ.
1. κλίση εδάφους προς τα επάνω
2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφορος
αρχ.
κίνηση προς τα επάνω.