Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: ἀπεκβάλλω | Medium diacritics: ἀπεκβάλλω | Low diacritics: απεκβάλλω | Capitals: ΑΠΕΚΒΑΛΛΩ |
Transliteration A: apekbállō | Transliteration B: apekballō | Transliteration C: apekvallo | Beta Code: a)pekba/llw |
A turn out, Sch.A.Pr.84.
ἀπεκβάλλω: ἐκβάλλω ἐκ μέρους τινός, ἐλευθερῶ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 84.
resultar Sch.A.Pr.84.
ἀπεκβάλλω (Μ)
1. βγάζω από πάνω μου, αποθέτω
2. ελευθερώνω, σώζω
3. προπέμπω, ξεπροβοδίζω.