ἀπηγόρημα
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ατος, τό A defence, opp. κατηγόρημα, Pl.Lg.765b.
German (Pape)
[Seite 290] τό, Verthe idigung, Ggstz κατηγόρημα Plat. Legg. VI, 765 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηγόρημα: τό, ὑπεράσπισις, ἔχον ὡς ἀντίθετον τό κατηγόρημα, Πλάτ. Νόμ. 765B.
Spanish (DGE)
-ματος, τό defensaop. κατηγόρημα Pl.Lg.765b.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηγόρημα: ατος τό защитительная речь, защита Plat.