ἀπονόστησις
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
εως, ἡ, A return, Arr.An.7.4.3, 7.12.1.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, die Heimkehr, Arr. An. 7, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονόστησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπονοστεῖν, τὸ ἐπανέρχεσθαι, Ἀρρ. Ἀν. 7. 4, 4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
vuelta, retorno οἴκαδε Arr.An.7.12.1, Erot.Fr.Pap.1.18G.
Greek Monolingual
ἀπονόστησις, η (Α)
επιστροφή στην πατρίδα, παλιννόστηση.