ἀργιλλώδης

From LSJ
Revision as of 21:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργιλλώδης Medium diacritics: ἀργιλλώδης Low diacritics: αργιλλώδης Capitals: ΑΡΓΙΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: argillṓdēs Transliteration B: argillōdēs Transliteration C: argillodis Beta Code: a)rgillw/dhs

English (LSJ)

or ἀργῑλώδης, ες, A clayey, ἀργιλωδεστέρην γῆν Hdt.2.12, cf. Arist.Mete.352b10, Thphr.HP3.18.5, Antyll. ap. Orib.9.11.4; ὄχθαι Euph.11 (=Archyt.Amph.2).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργιλλώδης: ἢ ἀργῑλώδης, ες, ὅμοιος ἀργίλλῳ ἢ ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀργίλλου, ἀργιλλωδεστέραν γῆν, περὶ Σάμου, Ἡρόδ. 2. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 17, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 5· κατὰ Σουΐδ. «ἀργιλλώδης, ὁ ῥυπαρός· ἢ ἀργιλλώδης γῆ, ἡ λευκὴ καὶ καθαρά».

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
argileux.
Étymologie: ἄργιλλος, -ωδης.

Greek Monotonic

ἀργιλλώδης: ή ἀργῑλ-ῶδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με λευκό χρώμα, χωματώδης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄργιλλος, ἄργῑλος, εἶδος
like clay, clayey, Hdt.