ἄναθλος

From LSJ
Revision as of 00:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναθλος Medium diacritics: ἄναθλος Low diacritics: άναθλος Capitals: ΑΝΑΘΛΟΣ
Transliteration A: ánathlos Transliteration B: anathlos Transliteration C: anathlos Beta Code: a)/naqlos

English (LSJ)

ον, A unathletic, Luc.Cal.12.

German (Pape)

[Seite 188] kampflos, nicht streitbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναθλος: -ον, ὁ ἄνευ ἄθλων, ἀπόλεμος, Λουκ. π. διαβολ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impropre à la lutte.
Étymologie: ἀ, ἆθλος.

Spanish (DGE)

-ον poco deportivo, ἀνταγωνιστής Luc.Cal.12.

Greek Monolingual

ἄναθλος, -ον (Α) ἄθλος
ο δίχως άθλους, δειλός, άνανδρος.

Greek Monotonic

ἄναθλος: -ον, αυτός που δεν έχει ανταγωνισμό, μη πολεμοχαρής, απόλεμος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναθλος: негодный для борьбы, небоеспособный Luc.

Middle Liddell

without contest, not warlike, Luc.