ἄστεγος
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ον, (στέγη) A without roof, houseless, Ps.-Phoc.24, LXX Is. 58.7, App.Hisp.78; unprotected, exposed, Ph.1.574. II (στέγω) Act., not holding: metaph., ἄ. χείλεσι unable to keep one's mouth shut, given to prating, LXX Pr.10.8; στόμα ἄ. ib.26.28.
German (Pape)
[Seite 374] (στέγη), 1) ohne Dach, unbedeckt, Phocyl.; VLL. – 2) nach B.A. 454 u. Suid. ὁ φλύαρος καὶ ἀνυπομόνητος; (von στέγω) nicht festhaltend, nicht bewahrend, ἄστεγος χείλεσιν LXX. – Bei Diosc. steht ἄστεγνος ὄγκος, unerträglich.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene techo, que no tiene cobijo de pers. ἄστεγον εἰς οἶκον δέξαι Ps.Phoc.24, πτωχοί LXX Is.58.7, οἱ στρατιῶται ... ἐν ἀστέγῳ σταθμεύοντες App.Hisp.78, αὐτός Ph.1.574, ἄστεγοι ἠδ' ἀγύναιοι Man.1.173.
2 fig. que no pone techo, que no pone freno ἄστεγον στόμα charlatán LXX Pr.26.28, ὁ ἄ. χείλεσι el que no pone techo a sus labios, que no puede estar callado LXX Pr.10.8.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄστεγος, -ον)
αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -στεγος < στέγη).