ἐκγυμνάζω
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ἐκγυμνάζω: ἐξασκῶ, γυμνάζω, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
1 c. pron. refl. ejercitarse en sent. moral εἰς πλάτος ἀγάπης ἑαυτὸν ἐκγυμνάσοι Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.57.34)
•en v. med. ejercitarse, experimentar βουλομένου με τοῦ θεοῦ τοῖς ὀνείδεσιν ἐκγυμνάζεσθαι Apoll.Ps.31.
2 dejar al descubierto en v. pas., Sch.Ar.Pax 7a.
3 aventar en v. pas. Gloss.2.63.
Greek Monolingual
(Μ ἐκγυμνάζω)
γυμνάζω, ασκώ κάποιον
νεοελλ.
1. γυμνάζω πλήρως, ολοκληρώνω την άσκηση κάποιου
2. (για ζώα) με άσκηση κάνω κατάλληλο για ένα σκοπό («εκγυμνάζει σκύλους»).