ἐκπαρθενεύω
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
(παρθένος) A deflower, Sch.Luc.DMar.7.1.
German (Pape)
[Seite 771] entjungfern, Schol. Luc. D. Mar. 7, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαρθενεύω: (παρθένος) ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν, διακορεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 7. 1.
Spanish (DGE)
1 perder la virginidad ἵνα μὴ λιθοβοληθῇ ὡς ἐκπαρθενεύσασα ref. a la concepción de la Virgen, Origenes Hom.6 in Lc. (p.43).
2 desvirgar δάμαρ Sch.Opp.H.1.390.
Greek Monolingual
και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω)
1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω
2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος
3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές εμπειρίες.