ἐκτότης

From LSJ
Revision as of 01:21, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτότης Medium diacritics: ἐκτότης Low diacritics: εκτότης Capitals: ΕΚΤΟΤΗΣ
Transliteration A: ektótēs Transliteration B: ektotēs Transliteration C: ektotis Beta Code: e)kto/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A being ἐκτός, absence, νόσου Gal.10.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναι ἐκτός, ἀπουσία, νόσου Γαλην. 10. 54.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ ausencia νόσου Gal.10.54, ὑγείας Gal.10.56.

Greek Monolingual

ἐκτότης, η (Α)
το να είναι κάποιος ή κάτι εκτός, η έλλειψη, η απουσίαεκτότης νόσου» — απουσία νόσου, Γαλην.).